100 χρόνια από το μεγάλο ξεριζωμό, 100 χρόνια σιωπής, (λίγες χώρες μέχρι σήμερα έχουν αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων) από τον άδικο χαμό ενός ολόκληρου γένους.
353 χιλιάδες ψυχές χάθηκαν στο ζοφερό εκείνο κύκλο του φονικού και της καταστροφής, θύματα της τούρκικης θηριωδίας των Νεότουρκων και του Κεμάλ Ατατούρκ.
Γενιές που είναι θαμμένες στα πολυχιλιόχρονα χώματα, φρουροί της μνήμης και της ιστορίας, που απαιτούν δικαίωση.
«Κι έρθανε χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια
Ο ουρανός ελίβωσεν,
σην γην ποταμ΄το γαίμαν.
Κι εσκώθεν θρήνος, θάνατος, πέραν περού σον Πόντον».
Γεώργιος Σαρακενίδης
Χρειάστηκαν μόνο 5 χρόνια, για να γίνει εφικτό αυτό που οι Οθωμανοί δεν είχαν καταφέρει επί 5 αιώνες. Να αφανίσουν οι Νεότουρκοι τον Ποντιακό Ελληνισμό. Και μπορεί αριθμητικά να το κατάφεραν, απέτυχαν ωστόσο να "σβήσουν" την ποντιακή ψυχή και την ιστορική μνήμη.
Πως θα μπορούσαν άλλωστε;
Η αναρρίχηση των Νεότουρκων στην εξουσία, αρχικά δημιούργησε προσδοκίες, οι οποίες γρήγορα διαψεύστηκαν με τον πλέον δραματικό και βάρβαρο τρόπο. Δείχνοντας ένα σκληρό εθνικιστικό πρόσωπο, έβαλαν στο στόχαστρο τους χριστιανικούς πληθυσμούς, προωθώντας τον απόλυτο εκτουρκισμό της περιοχής.
Η αρχή έγινε με τα "Τάγματα Εργασίας" ("Αμελέ Ταμπουρού") στα οποία στρατολογούνταν όλοι οι Πόντιοι, ηλικίας 16- 45 χρονών και οι οποίοι εξαναγκάζονταν να δουλεύουν κάτω από εξοντωτικές και απάνθρωπες συνθήκες σε λατομεία, ορυχεία και διανοίξεις δρόμων. Χιλιάδες πεθαίνουν από το κρύο, την πείνα και τις κακουχίες.
Στις 19 Μαΐου – ημέρα που καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων - του 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ πατάει το πόδι του στη Σαμψούντα και ξεκινάει η τελευταία και πιο άγρια φάση του σχεδίου εξόντωσης. Πρώτο μέλημα του είναι να δώσει πολιτική νομιμοποίηση στον αρχηγό της τρομερής συμμορίας των Τσετών, Τσιτάλ Οσμάν, με τη διαταγή «να τελειώσει με τα Ελληνικά χωριά του Πόντου».
Μια παγωμένη θανατερή αναμονή πλάκωσε τις καρδιές όλων και γρήγορα η αγωνία έγινε τρόμος.
Γέροι, νέοι, παιδιά, άρρωστοι και ανήμποροι, γυναίκες και κορίτσια οδηγούνται σε ατέλειωτες πορείες στην ενδοχώρα, κάτω από τον καυτό ήλιο, αλλά και την παγωνιά, σε όρη και δύσβατα βουνά, πεινασμένοι, χωρίς καμία φροντίδα, χωρίς κατάλληλο ρουχισμό σε μια ατέλειωτη πορεία θανάτου. Τις βίαιες εκτοπίσεις ακολουθούν μαζικές σφαγές, βιασμοί, βασανισμοί και πυρπολήσεις χωριών.
«Πανταχόθεν του Πόντου αγγέλονται σφαγαί… εις Κερασούντα, εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν η κατάστασις συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται, πριν η διπλωματία προλάβει ασχοληθεί περί αυτού».
Με αυτό το απελπισμένο τηλεγράφημα τον Ιούλιο του 1920, η Επιτροπεία Ποντίων ενημέρωνε τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τα δραματικά γεγονότα που συντελούνταν και που έφεραν το τέλος του Ποντιακού Ελληνισμού.
Κανείς δεν απάντησε, καμιά βοήθεια δεν στάλθηκε, καμιά «διπλωματία» δεν ασχολήθηκε.
«Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες….»
Οδυσσέας Ελύτης
Έτσι ο Κεμάλ και οι Τσέτες του συνέχισαν ανενόχλητοι το έργο τους.
Μέχρι το 1923, η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί βαμμένη στο αίμα χιλιάδων αθώων.
Και έμειναν μόνο ζωντανά «κειμήλια», μέσα από τα αποκαΐδια μιας εποχής γεμάτης από τη μυρωδιά του θανάτου, του βασανισμού, του βιασμού, της ατίμωσης, του ξεριζωμού, οι μαρτυρίες όσων κατάφεραν να ξεφύγουν από το μαχαίρι.
Μαρτυρίες φρικτές, απερίγραπτα δράματα, ανθρώπων αβοήθητων, έρμαια της μανίας Τσετών και του Κεμάλ.
Και δεν βρέθηκε ποτέ κανείς να πει ένα συγνώμη, ένα «λυπάμαι που σας αφήσαμε».
«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι κλείδωσαν τις πόρτες και να τους έκαψαν ζωντανούς μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;…» (Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας)
«Καθ’ οδόν συναντούσαμε ομίλους γερόντων, παιδιών, σε μια ατέλειωτη πορεία μαρτυρίου, όπου έπεφταν νεκροί από την εξάντληση και από τα χτυπήματα των συνοδών Τούρκων. Οι περισσότεροι εκλιπαρούσαν τον θάνατον. Στην πόλη Μεζερέχ ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών, μαζεμένων σε κύκλο. Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογά τους- χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Πάθαμε νευρική κρίση! Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων....»
(η εξομολόγηση αμερικανίδας δημοσιογράφου, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων στον δημοσιογράφο Τάσο Κοντογιαννίδη).
Αντί επιλόγου το ποίημα του Γιώργου Αγγελακόπουλου:
Της Μαύρης Θάλασσας το νερό
είναι το πιο γλυκό από τ’ άλλα
γιατί το μισό εγέμισε
από των ματιών το κλάμα.γι
Μα και του Πόντου τα βουνά
είναι πιο άγρια δασωμένα
για δεν τα πότισε βροχή
παρά μονάχα αίμα.
Στους δρόμους του ξεριζωμού
η φρίκη τους στοιχειώνει,
κι από τα δάκρυα των παιδιών
χορτάρι δεν φυτρώνει.
Οι εκκλησίες γκρεμίστηκαν
μα ακόμα αχολογούνε,
είναι οι ψυχές που κράζουν
τα κορμιά για να θαφτούνε.
Στον Πόντο αν βρεθείς
ποτέ μη λησμονήσεις.
Το νερό του είναι απ’ το αίμα σου,
το χώμα απ’ το κορμί σου,
και ο αέρας που φυσά
απ’ την αναπνοή σου.
Για να θυμόμαστε.