Γιατί δεν θα αυξηθούν στη χώρα μας τα όρια ηλικίας για σύνταξη
Η κυβέρνηση αποκλείει το ενδεχόμενο νέας αύξησης του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, αφού η χώρα μας βρίσκεται σήμερα στην κορυφή των χωρών της ΕΕ όσον αφορά το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αλλά και τη μέση πραγματική ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό εργασιακό βίο.
Η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι στην Ελλάδα μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να αυξηθεί το όριο ηλικίας κατά 2,8 έτη. Δηλαδή από τα 67 έτη να ανέβουμε στα 69,8, ενώ το 2070 το όριο θα πρέπει να φτάσει στα 72.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του αρμόδιου υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνου Τσακλόγλου, ο οποίος, σε ερώτηση για το εάν θα χρειαστεί και στην Ελλάδα κάποια στιγμή να επέλθει νέα αύξηση στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, εμφανίστηκε καθησυχαστικός.
Οπως σημείωσε, ήδη με νομοθεσία του 2012 τα όρια της ηλικίας συνταξιοδότησης συνδέονται με το προσδόκιμο της επιβίωσης. Ομως, το 2013 αυξήθηκε το όριο συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τα ισχύοντα (διάταξη του νόμου Κατρούγκαλου, η οποία δεν καταργήθηκε), από την Πρωτοχρονιά του 2024 τα όρια ηλικίας θα ανακαθορίζονται ανά τριετία, με βάση πάντα το προσδόκιμο ζωής. Σύμφωνα με κύκλους του υπουργείου Εργασίας, δεδομένου ότι τα συστήματα κυρίων συντάξεων, σε όλες σχεδόν τις χώρες, είναι διανεμητικά (οι εισφορές των εργαζομένων πληρώνουν τις συντάξεις των συνταξιούχων, χωρίς αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης), ένας ταχύτατα μειούμενος αριθμός εργαζομένων θα έπρεπε να κληθεί να καταβάλλει τις συντάξεις ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού συνταξιούχων.
Αυτός είναι και ο λόγος που όλο και περισσότερες χώρες συνδέουν το προσδόκιμο της επιβίωσης με το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης.
Παρόμοια νομοθεσία υπάρχει και στην Ελλάδα.
Ομως, όταν εισήχθη αυτή η νομοθεσία, η ηλικία συνταξιοδότησης στη χώρα μας ήταν τα 65 έτη, ενώ το όριο αυτό αυξήθηκε το 2013 στα 67 έτη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η σχετική ρήτρα δεν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί στα επόμενα χρόνια. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι στη χώρα μας το 2012 και, εν συνεχεία το 2015, τα Μνημόνια επέβαλαν την αύξηση των γενικών ορίων απότομα κατά 2 έτη, με αποτέλεσμα το ανώτατο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης να είναι το 67ο, το υψηλότερο της ΕΕ. Από το 2010 έως το 2015 είχαμε αύξηση του προσδόκιμου ζωής (περίπου 7 έως 12 μήνες), την περίοδο όμως 2015-2020 δεν φαίνεται να υπάρχει αντίστοιχη αύξηση.
Ομως τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πανδημίας το προσδόκιμο ζωής έχει υποχωρήσει, οπότε και δεν απαιτείται να ανοίξει συζήτηση για αύξηση των γενικών ορίων, σημειώνουν πηγές του υπουργείου Εργασίας.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ, έως το 2050 προβλέπεται πως θα διπλασιαστεί ο αριθμός των συνταξιούχων που αντιστοιχούν σε κάθε 100 εργαζομένους. Ετσι, ενώ το 1990 η αναλογία ήταν 22,9 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζομένους, το 2020 η αναλογία βρέθηκε στο 37,8 και το 2050 θα φτάσει στο δυσοίωνο 75.
Στην έκθεσή του για τα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών-μελών του, ο Οργανισμός αναφερόμενος στη χώρα μας κάνει την εκτίμηση ότι ίσως μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να αυξηθεί το όριο ηλικίας κατά 2,8 έτη.
Η αναπροσαρμογή αυτή θα προκύψει σε σχέση με το 62ο έτος ηλικίας (και 40 έτη ασφάλισης), που είναι ένα εκ των δύο ορίων που έχει θέσει το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα (το άλλο είναι το 67ο έτος με 15 χρόνια ασφάλισης).
Αυτό αφορά τα γενικά όρια ηλικίας, αφού τα ενδιάμεσα μικρότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που ίσχυαν μέχρι το 2015, με τον νόμο Κατρούγκαλου, έπαψαν από 1/1/2022 και μετά για όσους δεν είχαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις κατοχύρωσης καλλίτερων ορίων ηλικίας με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις η αύξηση να φτάσει μέχρι και 17 έτη, (π.χ. απο τα 50 στα 67 για γυναίκες με ανήλικο).
Τέλος, όσον αφορά την περίπτωση της Γαλλίας, με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις, η χώρα αυτή δεν έχει πρόβλημα υπογεννητικότητας αφού σε κάθε γυναίκα αντιστοιχούν σχεδόν 2 παιδιά, ενώ στην Ελλάδα αντιστοιχούν 1,4 παιδιά. Επίσης δεν καταγράφεται πρόβλημα με τη συνταξιοδοτική δαπάνη. Τουναντίον, η δαπάνη μειώθηκε από το 13,5% του ΑΕΠ στο 12% από το 16% που έχει θέσει ως όριο η ΕΕ. Επομένως δεν υπήρχε πρόβλημα με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος για να αποφασίσει η κυβέρνηση την αύξηση των ορίων ηλικίας.
Η απόφαση ελήφθη για να μειωθεί περαιτέρω η συνταξιοδοτική δαπάνη, προκειμένου τα πλεονάζοντα κονδύλια να δώσουν τη δυνατότητα μείωσης φόρων στις επιχειρήσεις.