Τι ισχύει για την Διαδοχική ασφάλιση
Με σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου, καθορίζονται θέματα διαδοχικής ασφάλισης
Εγκύκλιος Φ.1500/οικ.20074/372
Σας γνωρίζουμε ότι στο Φ.Ε.Κ. 115Α δημοσιεύθηκε ο Ν.3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» με το οποίο ρυθμίζονται εκτός των άλλων και θέματα που αφορούν τη διαδοχική ασφάλιση. Για την εφαρμογή των διατάξεων της Διαδοχικής Ασφάλισης σας παρέχουμε τις παρακάτω οδηγίες.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Άρθρο 5, παρ. 1.
Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του Ν.Δ/τος 4202/1961, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 9 του Ν. 1405/83 και το άρθρο 14 του Ν. 1902/90, το οποίο καθόριζε τον αρμόδιο οργανισμό για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ειδικότερα:
α). Με τη ρύθμιση της περ. 1, της παρ. 1 διατηρείται η αρχή της απονομής της σύνταξης από τον τελευταίο οργανισμό, εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή της υποβληθείσης αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.
Για την κρίση του δικαιώματος λόγω αναπηρίας ή θανάτου απαιτείται η πραγματοποίηση στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού σαράντα (40) μηνών ή 1000 ημερών εκ των οποίων οι δώδεκα (12) μήνες ή 300 ημέρες ασφάλισης θα πρέπει να αφορούν την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης.
Ο οργανισμός που θα είναι αρμόδιος να κρίνει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θα εξετάσει αν ο ασφαλισμένος έχει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Επομένως θα εξετάσει αν ο τελευταίος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που στην περίπτωση των συντάξεων λόγω γήρατος είναι η
συμπλήρωση του απαιτούμενου ορίου ηλικίας και χρόνου ασφάλισης, στην περίπτωση σύνταξης λόγω αναπηρίας ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης καθώς και ο βαθμός με τον οποίο έχει κριθεί ανάπηρος από τα αρμόδια υγειονομικά όργανα και στην περίπτωση σύνταξης λόγω θανάτου το αν ο θανών είχε πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης.
Συνεπώς, όπου στη νομοθεσία μερικών ασφαλιστικών οργανισμών υπάρχουν διατάξεις που θέτουν ειδικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, οι προϋποθέσεις αυτές δε λαμβάνονται υπόψη. Τέτοιες προϋποθέσεις αναφέρονται ενδεικτικά από τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του νόμου. Γενικά όμως περιλαμβάνονται κάθε είδους προϋποθέσεις που περιορίζουν τη θεμελίωση του δικαιώματος. Στις προϋποθέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται χρονικές προϋποθέσεις που είναι θεμελιωτικές του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της αναπηρίας και του θανάτου.
β). Με τη διάταξη της περ. 2 της παρ. 1, παρέμεινε η διάταξη με την οποία καθορίζεται η κρίση του δικαιώματος από τον οργανισμό στον οποίο πραγματοποίησε ο ασφαλισμένος το μεγαλύτερο αριθμό ημερών εργασίας εφόσον αυτός δεν έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών που ορίζονται από την παρ. 1 (1500 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 500 την τελευταία πενταετία για το γήρας, 1000 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 300 την τελευταία πενταετία για την αναπηρία και το θάνατο) ή αν τις έχει πραγματοποιήσει αλλά δεν πληροί τις χρονικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας του, με την προϋπόθεση όμως ότι για να καταστεί αρμόδιος θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, καθώς και να έχει κριθεί ανάπηρος με το απαιτούμενο αναπηρίας για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας.
Επομένως το δικαίωμα του ασφαλισμένου θα κρίνεται από τον οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις:
αα) ο ασφαλισμένος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού,
ββ) ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος πρέπει να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού,
γγ) ο ασφαλισμένος που ζητά να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας θα πρέπει να έχει κριθεί ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπει η νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού,
δδ) τα μέλη της οικογενείας θανόντος ασφαλισμένου που ζητούν να συνταξιοδοτηθούν λόγω θανάτου, θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού αυτού και όχι του τελευταίου.
γ) Με την περ. 3 της παρ. 1 παρέμεινε η διάταξη που όριζε ότι, αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας του οργανισμού στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας, το δικαίωμά του κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας εκτός του τελευταίου.
Σημειώνεται ότι, για να διαβιβάσει το φάκελο του ασφαλισμένου ο οργανισμός στον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες ημέρες εργασίας στον επόμενο κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας οργανισμό, δεν είναι απαραίτητο ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει ένα από τα όρια ηλικίας που προβλέπονται από τη νομοθεσία του, διότι η προϋπόθεση αυτή απαιτείται να υπάρχει μόνο στον τελευταίο οργανισμό.
δ) Επίσης παρέμεινε η διάταξη που ορίζει ότι αν ο ασφαλισμένος δεν έχει τις προϋποθέσεις όλων των Οργανισμών στους οποίους ασφαλίστηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος καθίσταται αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε
στην ασφάλισή του 1000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης την τελευταία πενταετία. Για την κρίση όμως του δικαιώματος λόγω αναπηρίας ή θανάτου ο ασφαλισμένος θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
ε) Με την περ. 4 της παρ. 1 παρέμεινε η διάταξη που ορίζει ότι στη Διαδοχική Ασφάλιση ολόκληρος ο χρόνος υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.
ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ
Άρθρο 5, παρ. 2.
Με το άρθρο 69 του Ν. 2084/92 προστέθηκαν διατάξεις στο τέλος της παρ.3 του άρθρου 11 του Ν. 1405/83 που ορίζουν ότι ο συμμετέχων οργανισμός επιβαρύνεται με τη δαπάνη συνταξιοδότησης όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του, οπότε και καταβάλλεται σε αυτόν το ποσό της σύνταξης που του αναλογεί και γίνεται η απόδοση της σχετικής επιβάρυνσης. Αν ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη χορηγεί σύνταξη σε ηλικία μικρότερη από την ηλικία με την οποία συνταξιοδοτούνται οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α., ο συμμετέχων Οργανισμός επιβαρύνεται με τη δαπάνη συνταξιοδότησης όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την νομοθεσία του Ι.Κ.Α. για τη συνταξιοδότηση των υπαγόμενων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, οπότε και καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό της σύνταξης που του αναλογεί και γίνεται η σχετική επιβάρυνση.
Με το άρθρο 1, παρ. 4, εδ. β΄, του Ν. 3232/04 δόθηκε η δυνατότητα κατ΄ επιλογή του ασφαλισμένου, η τμηματική σύνταξη του συμμετέχοντα να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτή του απονέμοντα οργανισμού μειωμένη όμως κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρ. 69 του Ν. 2084/92.
Με την παρ. 2 του Ν. 3863/10 τροποποιήθηκε το εδάφιο β΄ και ορίζεται ότι η ταυτόχρονη καταβολή του τμηματικού ποσού σύνταξης του συμμετέχοντα με αυτό του απονέμοντα οργανισμού θα συνεπάγεται μείωση της σύνταξης κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρ. 69 του Ν. 2084/92 ορίων ηλικίας.
ΣΥΝΤΑΞΙΜΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Άρθρο 5, παρ. 3.
Ως γνωστόν από τις διατάξεις των παρ. 2 περ. α΄, 5, 12β΄ και του δευτέρου εδαφίου της παρ. 13 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004, ορίστηκε ποιες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης όταν α) οι χρόνοι που συνυπολογίζονται διανύθηκαν σε οργανισμούς κύριας ασφάλισης μισθωτών και β) όταν ο απονέμων τη σύνταξη ασφαλίζει μισθωτούς και είναι προηγούμενος του τελευταίου οργανισμού. Έτσι ορίστηκε ότι ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών των ασφαλισμένων που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε οργανισμού αναπροσαρμοσμένες με το μέσο Ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο, για το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000) κατά περίπτωση.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 3863/2010 επαναπροσδιορίστηκαν οι συντάξιμες αποδοχές βάση των οποίων θα υπολογιστεί το ποσό της σύνταξης ώστε εκτός από την επικαιροποίηση αυτών με βάση το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή να συμπεριληφθεί και η εξέλιξη των εισοδημάτων και η αναβάθμιση της ασφαλιστικής κλάσης των ασφαλισμένων.
Έτσι, ορίστηκε ότι οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του Ν.3232/2004 θα πολλαπλασιάζονται, για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, με ορισμένους συντελεστές οι οποίοι θα μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάση την εξέλιξη των συντελεστών ωρίμανσης των μισθών και ημερομισθίων.
Σημειώνεται ότι ο πολλαπλασιασμός με τους συντελεστές θα ισχύσει και για το Δημόσιο πέραν της αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/200), ώστε να υπολογισθεί η ωρίμανση των μισθών.
Για πλήρη κατανόηση παραθέτουμε το κάτωθι παράδειγμα:
Έστω ότι ένας ασφαλισμένος υπήχθη στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. μέχρι και το 1995 και στη συνέχεια στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε.-Τ.Ε.Β.Ε. στο οποίο υπέβαλλε αίτηση το 2010. Ο Ο.Α.Ε.Ε.-Τ.Ε.Β.Ε. ως αρμόδιος για την απονομή της σύνταξης αφού προβεί στους τρεις τρόπους υπολογισμού του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 υπολογίζει και το αναλογούν ποσό σύνταξης του Ι.Κ.Α.
Για να καθοριστεί το αναλογούν ποσό σύνταξης του Ι.Κ.Α. με τις ισχύουσες διατάξεις θα πρέπει κατ΄ αρχήν να γίνει ο καθορισμός του ποσού συντάξιμων αποδοχών του Ι.Κ.Α. Όταν προσδιοριστεί το ποσό των συντάξιμων αποδοχών του Ι.Κ.Α. σύμφωνα με την νομοθεσία του, θα επικαιροποιηθεί με την αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και στη συνέχεια θα προσαυξηθεί με τον ανάλογο συντελεστή όπως ορίζει η σχετική διάταξη του νόμου. Αν οι συντάξιμες αποδοχές του Ι.Κ.Α. το έτος 1995 ήταν χίλια ευρώ (1000 ) θα επικαιροποιηθούν με την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή από το έτος 1995 έως το έτος 2009 ήτοι
111,931 χ 1000 = 1675,16 και στη συνέχεια θα πολλαπλασιαστούν με το συντελεστή 1,319 για τα 14 έτη
66,818
που μεσολαβούν από το 1995 μέχρι το 2009. Το τελικό διαμορφούμενο ποσό συντάξιμων αποδοχών ανέρχεται στο ποσό των 2.209,54.
Η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.
ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΟΑΕΕ
Άρθρο 5, παρ. 4
Με την παρ. 1γ του άρθρου 1 του Ν. 3232/04 καθορίσθηκαν τα ποσοστά επί τοις εκατό των συντάξιμων αποδοχών για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τα 35 έτη σε 2% για τον ΟΑΕΕ-ΤΣΑ, 2,85 % για τον ΟΑΕΕ-ΤΑΕ και 3% για τον ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ, όταν τα Ταμεία αυτά καθίστανται συμμετέχοντες στη σύνταξη οργανισμοί.
Μετά τη σύσταση του ΟΑΕΕ (άρ. 1 Ν.2676/1999) και την κατάργηση των Οργανισμών ΤΕΒΕ-ΤΑΕ-ΤΣΑ και από την έναρξη λειτουργίας του νέου Οργανισμού (1-1-2007), δόθηκε η δυνατότητα στους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ να επιλέξουν ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης και τα χορηγούμενα επιδόματα την εφαρμογή των καταστατικών διατάξεων των καταργηθέντων
Ταμείων ή των καταστατικών διατάξεων του ΟΑΕΕ (παρ. 1, άρ. 7, Ν. 2676/99 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3552/07, άρ. 8).
Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, τα ποσοστά που ορίσθηκαν με την παρ. 1γ του άρθρου 1 του Ν. 3232/04 εξακολουθούν να ισχύουν μόνο στην περίπτωση που ο συμμετέχων οργανισμός είναι ο ΟΑΕΕ και επιλεχθούν από τους ασφαλισμένους οι καταστατικές διατάξεις των καταργηθέντων Ταμείων.
Με την παρ. 4 του άρθρου 5 του Νόμου, στην περίπτωση που συμμετέχων οργανισμός είναι ομοίως ο Ο.Α.Ε.Ε. αλλά επιλεχθούν για τη συνταξιοδότηση οι καταστατικές του διατάξεις και όχι οι αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο, το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τη συμπλήρωση 35 ετών ασφάλισης, καθορίστηκε σε 2%.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΦΟΡΕΩΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.
Άρθρο 5, παρ. 5.