Γ.Σ.Ε.Ε.
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ υπ’ αριθμ. 1 Αθήνα,21/2/2012
Σκ/ζχ/200212
ΠΡΟΣ
Τα Εργατικά Κέντρα
και Ομοσπονδίες
Δύναμης Γ.Σ.Ε.Ε.
Θέµα: Ενηµερωτική Εγκύκλιος
Αντίθεση των δεσµεύσεων του µε ηµεροµηνία 14-2-2012 «Μνηµονίου
Οικονοµικών και Χρηµατοπιστωτικών πολιτικών» και του «Μνηµονίου
Συνεννόησης στις Συγκεκριµένες Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής» στο
Σύνταγµα και σε ∆ιεθνείς και Ευρωπαϊκές Συµβάσεις και Συνθήκες. Νοµική
θεµελίωση ενόψει δικαστικών διεκδικήσεων των εργαζοµένων και των
σωµατείων τους.
Συνάδελφοι,
Με την υιοθέτηση των δεσµεύσεων που περιέχονται στο «Μνηµόνιο
Οικονοµικών και Χρηµατοπιστωτικών πολιτικών» και στο «Μνηµόνιο Συνεννόησης
στις Συγκεκριµένες Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής» και την αναµενόµενη,σε
υλοποίησή τους, νοµοθέτηση των νέων µέτρων, αναφορικά µε τις εργασιακές
σχέσεις, επέρχεται εκ βάθρων κατάλυση της συλλογικής αυτονοµίας, η οποία
συµπαρασύρει σε πλήρη κατάρρευση θεµελιώδη ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα.
Τα νέα µέτρα αποτελούν κλιµάκωση σειράς προηγούµενων οριζόντιων ρυθµίσεων
µε τις οποίες επιβλήθηκαν στους εργαζόµενους µόνιµα µέτρα λιτότητας που
υποβάθµισαν σηµαντικά το επίπεδο µισθών και συντάξεων, ενώ συγχρόνως
περιόρισαν την ελεύθερη άσκηση από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του
δικαιώµατος συλλογικής διαπραγµάτευσης και σύναψης ΣΣΕ και παραβίασαν την
υποχρέωση σεβασµού του περιεχοµένου και εφαρµογής των δεσµευτικών για τα
µέρη ΣΣΕ.
Τα οριζόντια, βάναυσα και δυσανάλογα αντεργατικά µέτρα, για τα οποία έχει
αναληφθεί δέσµευση νοµοθέτησης µε τα πιο πάνω Μνηµόνια, θα έχουν δραµατικές
συνέπειες στη ζωή των εργαζοµένων της χώρας. Οι επιπτώσεις των µέτρων
αποτυπώνονται στη βίαιη υποβάθµιση του επιπέδου ζωής των εργαζοµένων, ενώ,
µέσω της κατάλυσης της συλλογικής αυτονοµίας, που επέρχεται µε την
τροποποίηση των διατάξεων της διαιτησίας του ΟΜΕ∆ και των κανόνων για την
παράταση ισχύος των συλλογικών συµβάσεων εργασίας, ευνοείται απροκάλυπτα η
διαπραγµάτευση σε ατοµικό επίπεδο, όπου ο εργοδότης είναι κυρίαρχος. Έτσι,
ολοκληρώνεται η κατάλυση των στοιχειωδών κανόνων προστασίας των
εργαζοµένων και η µέσω αυτής πλήρης απορρύθµιση της ήδη χαοτικής αγοράς
εργασίας, γεγονός που αναπόδραστα θα βαθύνει περαιτέρω την ήδη παρατεταµένη
ύφεση, µε δεδοµένα και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, που έχουν επίσηµα
καταγραφεί.
Τα µέτρα θίγουν τον πυρήνα συνταγµατικά κατοχυρωµένων
θεµελιωδών δικαιωµάτων και ανατρέπουν θεσµικές ρυθµίσεις που
ενσωµατώνονται στο Σύνταγµα και σε σειρά αναγνωρισµένων ∆ιεθνών Συµβάσεων
και Συνθηκών, οι οποίες βάσει του Συντάγµατος (άρθρο 28 παρ.1) έχουν
υπερνοµοθετική ισχύ.
Η κατάλυση της συλλογικής αυτονοµίας που συνδέεται αναπόσπαστα µε την
άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, δηµιουργεί για όλες τις ενδιαφερόµενες
συνδικαλιστικές οργανώσεις (της επιχείρησης, του κλάδου και του επαγγέλµατος
που έχουν την ικανότητα κατάρτισης σσε για τη ρύθµιση των όρων εργασίας και
αµοιβής των εργαζοµένων που υπάγονται στο πεδίο ισχύος τους) µια ειδική
νοµική βάση για την άσκηση αξιώσεων λόγω προσβολής προσωπικότητας.
Η συλλογική αυτονοµία, που υλοποιείται µε τη σύναψη συλλογικών συµβάσεων
εργασίας, αποτελεί µια κορυφαία στιγµή συνδικαλιστικής δράσης και ένα από τα
πιο σηµαντικά στοιχεία της προσωπικότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η
παραβίαση των όρων συλλογικών συµβάσεων εργασίας που συνάπτει το σωµατείο, 3
ιδίως όταν εκδηλώνεται µε την βίαιη κρατική παρέµβαση στο περιεχόµενό τους,
αποτελεί την πιο βαριά προσβολή της υπόστασης - προσωπικότητας του
σωµατείου, αφού πλήττει καίρια ακριβώς το αποτέλεσµα της συνολικής
προστατευτικής δράσης του κατά το στάδιο της υλοποίησής της.
Η υιοθέτηση των δεσµεύσεων των πρόσφατων Μνηµονίων είναι προϊόν
συγκεκριµένων πολιτικών επιλογών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκτός από
το πολιτικό επίπεδο, όµως, η νοµιµότητα των µέτρων, όταν αυτά νοµοθετηθούν,
αναπόφευκτα θα κριθεί και από τα ∆ικαστήριά µας, όπου θα οδηγηθούν οι αξιώσεις
των εργαζοµένων και των σωµατείων τους. Για τη διευκόλυνση των δικαστικών τους
διεκδικήσεων, ακολουθεί νοµική τεκµηρίωση για την ασυµβατότητα των µέτρων µε
το Σύνταγµα και τις ∆ιεθνείς Συµβάσεις και Συνθήκες.
Α. Οφείλουµε, προεισαγωγικά, να διευκρινίσουµε ότι οι ρυθµίσεις που
περιλαµβάνονται στο Κεφάλαιο Ε «∆ιαρθρωτικές Μεταρρυθµίσεις» παρ. 28 και 29
του Μνηµονίου Οικονοµικής και Χρηµατοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4
«∆ιαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης» παράγραφος
4.1.: «∆ιασφάλιση της ταχείας προσαρµογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση
των θεσµών της αγοράς εργασίας» του Μνηµονίου Συνεννόησης στις συγκεκριµένες
Προϋποθέσεις Οικονοµικής Πολιτικής δεν αποτελούν πλήρεις κανόνες άµεσης
εφαρµογής, αλλά δεσµεύσεις της Χώρας για λήψη συγκεκριµένων νοµοθετικών ή
άλλων µέτρων, στο πλαίσιο υλοποίησης των δεσµεύσεων που έχουν αναληφθεί.
Οι δεσµεύσεις αυτές, σε ό,τι αφορά το πεδίο των εργασιακών σχέσεων και
των συλλογικών συµβάσεων εργασίας, είναι, επιγραµµατικά οι ακόλουθες
(ακολουθείται η διατύπωση των δύο πιο πάνω µνηµονίων, η οποία, εκτός όλων των
άλλων, παρουσιάζει νοµοτεχνικές ατέλειες και αµφισηµίες, που γεννούν πρόσθετα
προβλήµατα):
1. Θα νοµοθετηθεί: ι) µείωση του κατώτατου µισθού που καθορίζεται από την
Εθνική Γενική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) κατά 22% σε όλα τα
επίπεδα, ιι) το πάγωµα του κατώτατου µισθού µέχρι το τέλος της περιόδου του
προγράµµατος, ιιι) επιπλέον µείωση κατά 10% (συνολικά 32%) του κατώτατου
µισθού για νέους , η οποία θα ισχύσει γενικά και χωρίς περιοριστικούς όρους (για τα
άτοµα κάτω των 25 ετών) και iv) αναστολή διατάξεων του νόµου και των συλλογικών συµβάσεων
που προβλέπουν αυτόµατες αυξήσεις µισθών περιλαµβανοµένων εκείνων περί ωριµάνσεων.
2. «Η Κυβέρνηση θα εργασθεί µαζί µε τους κοινωνικούς εταίρους για τη
µεταρρύθµιση του συστήµατος καθορισµού των µισθών σε εθνικό επίπεδο . Έως το
τέλος Ιουλίου 2012 θα καταρτιστεί ένα χρονοδιάγραµµα για την αναθεώρηση της
εθνικής γενικής συλλογικής σύµβασης εργασίας. Η πρόταση θα στοχεύει στην
αντικατάσταση του ύψους των µισθών που ορίζονται στην ΕΓΣΣΕ µε ελάχιστο ύψος
µισθού νοµοθετηµένο από την κυβέρνηση σε διαβούλευση µε τους κοινωνικού
εταίρους.»
3. «Ο Νόµος 1876/1990 θα τροποποιηθεί ως εξής :
-Συλλογικές συµβάσεις που αφορούν µισθολογικούς και µη µισθολογικούς
όρους µπορούν να συναφθούν για µέγιστη διάρκεια 3 ετών. Συµβάσεις που έχουν
ήδη συναφθεί για 24 µήνες ή περισσότερο, θα έχουν υπολειπόµενη διάρκεια 1 έτους.
-Συλλογικές συµβάσεις που έχουν λήξει θα παραµείνουν σε ισχύ για µέγιστο
χρονικό διάστηµα 3 µηνών, Εάν δεν συναφθεί νέα συµφωνία, µετά το διάστηµα
αυτό, η αµοιβή θα επανέλθει στο βασικό µισθό και τα επιδόµατα ωρίµανσης , τέκνων,
εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελµάτων θα συνεχίσουν να ισχύουν , έως ότου
αντικατασταθούν από εκείνα της νέας συλλογικής σύµβασης ή των νέων ή
τροποποιηµένων ατοµικών συµβάσεων.
-Πριν την εκταµίευση αναθεωρείται η νοµοθεσία, ώστε να λαµβάνει χώρα
διαιτησία όταν αυτό συµφωνηθεί από εργαζόµενους και εργοδότες. Η κυβέρνηση θα
ξεκαθαρίσει ότι η διαιτησία ισχύει µόνο για το βασικό µισθό και όχι για άλλες αµοιβέ
και ότι λαµβάνονται υπόψη µαζί µε τις νοµικές διαστάσεις, οι οικονοµικές και οι χρηµατοπιστωτικές.
4. Πριν την εκταµίευση καταργούνται οι όροι περί µονιµότητας (συµβάσεις
ορισµένου χρόνου που ορίζεται ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη
συνταξιοδότηση) που περιλαµβάνονται σε νόµο ή σε συµβάσεις εργασίας και οι
σχετικές συµβάσεις ορισµένου χρόνου µετατρέπονται αυτόµατα σε συµβάσεις
αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης.»
Β. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. Κατάλυση της συλλογικής αυτονοµίας (άρθρο 22 παρ. 2 Συντάγµατος)
1. α) . Οι αναληφθείσες µε τα Μνηµόνια δεσµεύσεις είναι αντίθετες στο
Σύνταγµα και ειδικά στο άρθρο 22 παρ. 2 αυτού, που κατοχυρώνει τη
συλλογική αυτονοµία και ορίζει ότι «µε νόµο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας,
που συµπληρώνονται από τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας συναπτόµενες µε
ελεύθερες διαπραγµατεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, µε κανόνες που θέτει η
διαιτησία». Σύµφωνα µε την αρχή της επικουρικότητας της κρατικής ρύθµισης ο
κρατικός νοµοθέτης αφού προβεί στη θεσµική διάπλαση ενός πλαισίου γενικών
όρων εργασίας, οφείλει να λειτουργεί µόνο επικουρικά στις περιπτώσεις που η
συλλογική αυτονοµία δεν λειτουργεί. Αντικείµενο προστασίας, δηλαδή, είναι η
αυτόνοµη ρύθµιση και επαναρύθµιση-αναπροσαρµογή των όρων εργασίας.
Τα συµβαλλόµενα µέρη στις ΣΣΕ δηλαδή οι εργοδοτικές οργανώσεις ή ο
µεµονωµένος εργοδότης και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζοµένων είναι
φορείς των συνταγµατικά κατοχυρωµένων συλλογικών δικαιωµάτων
(συνδικαλιστικής ελευθερίας, συλλογικής αυτονοµίας). Περαιτέρω τα µέλη που
εκπροσωπούν (φυσικά ή νοµικά πρόσωπα) είναι φορείς τόσο των ως άνω
συνταγµατικά κατοχυρωµένων συλλογικών δικαιωµάτων, αλλά και των εξίσου
συνταγµατικά κατοχυρωµένων ατοµικών τους δικαιωµάτων (όπως πχ της
προστασίας της ανθρώπινης αξίας και των ειδικότερων εκδηλώσεων της
προσωπικότητας –άρθρο 2 παρ.1Σ-, της ελεύθερης ανάπτυξης της
προσωπικότητας –άρθρο 5 παρ.1Σ-, της ιδιοκτησίας – άρθρο 17Σ-, του δικαιώµατος
σε αξιοπρεπή εργασία – άρθρο 22 παρ.1Σ-).
Η σηµασία και η κανονιστική εµβέλεια της Εθνικής γενικής Συλλογικής Σύµβασης
Εργασίας:
Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) είναι το
αποφασιστικότερο µέσο ρύθµισης όρων εργασίας µε βάση τις ελεύθερες συλλογικές
διαπραγµατεύσεις µεταξύ των κορυφαίων οργανώσεων εκπροσώπησης
εργοδοτικών και εργατικών συµφερόντων. Η θεσµική και πολιτική επιρροή της
πηγάζει από την νοµική δεσµευτικότητά της, που καλύπτει όλες τις εργασιακές
σχέσεις στον ευρύτερο δηµόσιο και ιδιωτικό τοµέα, περιλαµβανοµένων και των
δηµοσίων υπηρεσιών του Κράτους, για τους εργαζόµενους µε εξαρτηµένη σχέση
εργασίας, καθώς επίσης και από την ολοένα διευρυνόµενη συµµετοχή των
κοινωνικών εταίρων στις οικονοµικές και κοινωνικές εξελίξεις. Η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. στη
χώρα µας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα από πλευράς οικονοµικού και θεσµικού
περιεχοµένου, καθώς διασφαλίζει τον κατώτερο µισθό και το κατώτερο ηµεροµίσθιο,
διαµορφώνει δηλαδή µία βάση ασφαλείας για χιλιάδες εργαζόµενους/ες µε τα
ελάχιστα όρια γενικής κοινωνικής προστασίας που ορίζει. Συγχρόνως αποτελεί µία6
κατευθυντήρια γραµµή για τις κλαδικές συλλογικές συµβάσεις εργασίας, αφού
συµπυκνώνει σε εθνικό επίπεδο τις ιδιαίτερες οικονοµικές και κοινωνικές συνθήκες
µέσα στο ευρύτερο Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. διαδραµατίζει επίσης
σηµαντικό ρόλο στην αποτύπωση ρυθµίσεων κοινωνικού χαρακτήρα που
ενδυναµώνουν και ενισχύουν την κοινωνική πολιτική και ιδίως τις πολιτικές
απασχόλησης.
Τον Ιούλιο του 2010, εν µέσω οικονοµικής κρίσης, καταρτίστηκε, µε τριετή
διάρκεια, η Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. η οποία αναφέρει στο προοίµιό της τα ακόλουθα:
«Οι συλλογικές διαπραγµατεύσεις για τη νέα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. διεξήχθησαν σε περιβάλλον
έκτακτων συνθηκών λόγω του δηµοσιονοµικού εκτροχιασµού, που οδήγησε την
χώρα στην ενεργοποίηση του µηχανισµού στήριξης ∆ΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ και την υιοθέτηση
των µέτρων που προβλέπονται στο σχετικό Μνηµόνιο και στο Νόµο 3845/2010.
Οι συνέπειες της κρίσης καθιστούν όσο ποτέ αναγκαίο τον απεγκλωβισµό των
εργοδοτικών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζοµένων από τον
παραδοσιακό παρεµβατικό ρόλο του κράτους και την ενίσχυση του ρόλου τους στη
διαµόρφωση των κοινωνικών και οικονοµικών αποφάσεων και πολιτικών.
Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) είναι το
αποφασιστικότερο για τις οργανώσεις µας µέσο ρύθµισης και διαµόρφωσης
πολιτικών, µε µεσοµακροπρόθεσµη προοπτική, για τα κυρίαρχα ζητήµατα της
εξόδουαπό την ύφεση, της αντιµετώπισης της αυξανόµενης ανεργίας, της δηµιουργίας
συνθηκώνανάπτυξης, της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής.
Στο πλαίσιο της κρίσιµης για τη χώρα συγκυρίας τα συµβαλλόµενα µέρη θεωρούν
ότι πρέπει να στηριχθείτο διαθέσιµο εισόδηµα των µισθωτών, ιδιαίτερα των
χαµηλόµισθων, ανάλογα και µε τις ιδιαίτερες συνθήκες των επιχειρήσεων, για
λόγους κοινωνικής προστασίας αλλά και ενίσχυσης της ιδιωτικής οικονοµίας, που
ασφυκτιά από την έλλειψη ρευστότητας µε συνέπεια τη συρρίκνωσή της και τη
µεγάλη αύξηση της ανεργίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ασφυκτικό περιβάλλον που είχε δηµιουργηθεί
από την οικονοµική συγκυρία και τις νοµοθετικές παρεµβάσεις σε βάρος των
δικαιωµάτων των εργαζοµένων, οδήγησε σε πάγωµα των µισθών για το έτος 2010
και σε µικρές αυξήσεις για τα έτη 2011 και 2012, µολονότι το εισόδηµα των
εργαζοµένων διαρκώς µειωνόταν από τη αυξανόµενη φορολογική επιβάρυνσή τους7
και από τις απολύσεις ή τη µετατροπή των θέσεων πλήρους απασχόλησης σε
µερική και εκ περιτροπής εργασία.
Όπως είναι γνωστό, σκοπός της συλλογικής αυτονοµίας όπως και των
συνδικαλιστικών ελευθεριών είναι η διαφύλαξη και προαγωγή των οικονοµικών και
εργασιακών συµφερόντων των εργαζοµένων. Η υλοποίηση του σκοπού αυτού
καθίσταται ανέφικτη όταν δεν είναι δυνατή η σύναψη και η εφαρµογή της συλλογικής
σύµβασης εργασίας, ιδίως όταν ο κρατικός νοµοθέτης επεµβαίνει καταλυτικά στο
περιεχόµενο και τη διαδικασία των συλλογικών συµβάσεων εργασίας (είτε για να
καταργήσει ρυθµίσεις, να µειώσει και να παγώσει τους µισθούς είτε να καθορίσει
τη διάρκειά τους είτε να θέσει εµπόδια στη διαιτησία). Υπό το πρίσµα των αξιολογήσεων
αυτών, η κατάργηση, µε νόµο, όρων της από Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2010-2012, µέσω της µείωσης
και του παγώµατος του κατώτατου µισθού καθώς και της αναστολής των διατάξεων
περί αναπροσαρµογής του , συνιστά απαγορευµένη
κρατική επέµβαση στο περιεχόµενο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής
Σύµβασης Εργασίας και στο επί δεκαετίες πάγιο σύστηµα ελεύθερων
συλλογικών διαπραγµατεύσεων για τον καθορισµό των κατωτάτων ορίων
µισθών, ηµεροµισθίων και λοιπών όρων εργασίας και υποκατάσταση των
αυτόνοµων συλλογικών ρυθµίσεών της µε νοµοθετικές διατάξεις, η οποία
προσκρούει στη συνταγµατική εγγύηση της συλλογικής αυτονοµίας (άρθρο
22 παρ. 2 Σ).
Επιπλέον, η πρωτοφανής αυτή κρατική παρέµβαση στο αποτέλεσµα της
διαπραγµάτευσης και της συµφωνίας των κοινωνικών εταίρων καθώς και η
περιφρόνηση του κοινωνικού διαλόγου, που προηγήθηκε και κατέληξε στην από 3-
2-2012 συµφωνία για την τήρηση της ΕΓΣΣΕ 2010-2012, διαλύει και αυτά ακόµη τα
γενικά κατώτατα όρια προστασίας που θεσπίζει η ΕΓΣΣΕ, συµπαρασύροντας
καθοδικά και σειρά κοινωνικών, ασφαλιστικών και άλλων παροχών που έχουν
ως βάση τα όρια αυτά. Το µέγεθος της προσβολής µάλιστα είναι ανυπολόγιστο µε
βάση και τη δέσµευση που έχει αναληφθεί για «αντικατάσταση του ύψους των
µισθών που ορίζονται στην ΕΓΣΣΕ µε ελάχιστο ύψος µισθού νοµοθετηµένο από την
κυβέρνηση σε διαβούλευση µε τους κοινωνικού εταίρους». Η υποκατάσταση αυτή
της αυτόνοµης ρυθµιστικής εξουσίας των κοινωνικών εταίρων από την ετερόνοµη
κρατική ρύθµιση αναιρεί στον πυρήνα του το δικαίωµα συλλογικής αυτονοµίας του
άρθρου 22 παρ. 2 Σ, και υποβαθµίζει ακόµη περισσότερο το ρόλο των
συνδικαλιστικών οργανώσεων ενώ καθιστά τους κοινωνικούς εταίρους από
συνδιαµορφωτές του αποτελέσµατος της συλλογικής διαπραγµάτευσης σε ακροατές
των κρατικών επιλογών.
Η ανατροπή της και συνταγµατικά προστατευόµενης προτεραιότητας της
συλλογικής αυτονοµίας υπέρ της κρατικής παρέµβασης οδηγεί σε δραµατική
µείωση του κατώτατου µισθού , που θα συµπαρασύρει, λόγω της λειτουργίας της
ΕΓΣΣΕ, και τις κλαδικές και γενικά τις υπόλοιπες συλλογικές συµβάσεις. Αυτό θα
έχει ως συνέπεια, µεταξύ άλλων, την πλήρη αναίρεση της βιοποριστικής
λειτουργίας του µισθού, τη δυνατότητα δηλαδή των εργαζοµένων να καλύπτουν
τις βιοτικές ανάγκες τους από το µισθό τους, γεγονός που θέτει σε αµφισβήτηση και
την αποτελεσµατικότητα των µέτρων, αφού η ανάκαµψη της οικονοµίας έχει ως
αναγκαίο όρο τη δυνατότητα κατανάλωσης όλων.
Επιπλέον, η δυσµενής διάκριση σε βάρος των νέων ηλικίας κάτω των 25
ετών, για τους οποίους η µείωση του κατώτατου µισθού διαµορφώνεται, µε τα νέα
µέτρα, στο 32% παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος , σύµφωνα µε
το οποίο οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου.
Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι µόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του
νόµου, αλλά και την ισότητα του νόµου απέναντι σ΄ αυτούς. Έτσι δεσµεύει και το
νοµοθέτη, ο οποίος στη ρύθµιση ουσιωδώς οµοίων πραγµάτων, σχέσεων ή
καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν µπορεί να νοµοθετεί µε τρόπο που να
στοιχειοθετεί διαφορετική µεταχείρισή τους µε διακρίσεις ή εξαιρέσεις. Η
συνταγµατική αρχή της ισότητας, δεσµεύει και το όργανο που θέτει κανόνες δικαίου,
να νοµοθετεί κατά τρόπο που να µη δηµιουργείται διαφορετική µεταχείριση. Η
προστασία της νεότητας, που τελεί υπό την προστασία του Κράτους (άρθρο 21 παρ.
3 Σ) επιβάλλει την ιδιαίτερη µέριµνα του νοµοθέτη απέναντι στην κατηγορία των
νέων εργαζοµένων, που πλήττεται δραµατικά από την οικονοµική κρίση, ενώ
κανένας λόγος γενικότερου κοινωνικού ή δηµόσιου συµφέροντος, την ύπαρξη
των οποίων ελέγχουν πάντως τα δικαστήρια, δεν συντρέχει στην περίπτωση αυτή.
Άλλωστε, η εφαρµοζόµενη ήδη µείωση έως 20% από τα κατώτατα όρια αποδοχών
στους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών δεν έχει οδηγήσει ούτε σε µείωση της
ανεργίας ούτε σε αύξηση της απασχόλησής τους, εξαιτίας της γενικευµένης µείωσης
των αποδοχών των εργαζοµένων και της χρήσης ευέλικτων µορφών απασχόλησης
στην αγορά εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύµφωνα µε επίσηµα στοιχεία , η
ανεργία των νέων ανέρχεται στο 43,2%, µε έναν στους δύο νέους να είναι άνεργοι.
1.β). Στον αντίποδα της προστατευόµενης από το Σύνταγµα συλλογικής
αυτονοµίας βρίσκονται οι επικείµενες ρυθµίσεις για τη διαιτησία.
Η διαιτησία αποτελεί τον επικουρικό µηχανισµό για τη ρύθµιση των όρων
εργασίας, όταν αποτυγχάνουν οι διαπραγµατεύσεις για τη σύναψη µιας συλλογικής
σύµβασης εργασίας. Το άρθρο 22 παρ. 2 Σ παραχωρεί την αυτόνοµη κανονιστική
εξουσία για ρύθµιση των όρων εργασίας στα υποκείµενα της συλλογικής αυτονοµίας
και στα όργανα της διαιτησίας. Το σύστηµα διαιτησίας που καθιέρωσε (στην αρχική
του µορφή) ο ν. 1876/90 αποτέλεσε µια θεµελιώδη επιλογή της ελληνικής Πολιτείας.
Η ψήφιση του νόµου αποτέλεσε ένα σπανιότατο φαινόµενο στην ιστορία του
κοινοβουλευτικού µας βίου, αφού έγινε µε την οµόθυµη στήριξη όλων των κοµµάτων της Βουλής,
ενώ για το περιεχόµενό του είχαν συµφωνήσει προηγουµένως και οι κορυφαίες οργανώσεις
εργοδοτών και εργαζοµένων (ΣΕΒ και ΓΣΕΕ).
Η διαιτησία του ν. 1876/90 αντικατέστησε την αυταρχική κρατική διαιτησία του ν. 3239/55,
που περιόριζε ασφυκτικά τόσο τη συλλογική αυτονοµία όσο και το δικαίωµα απεργίας.
Το δικαίωµα µονοµερούς προσφυγής στη διαιτησία αποτέλεσε ένα
βοηθητικό µηχανισµό στήριξης και συµπλήρωσης της συλλογικής αυτονοµίας, που
είχε, επιπλέον, το χαρακτήρα εύλογης κύρωσης σε βάρος του µέρους που αρνείται
τη µεσολάβηση ή (υπό την αρχική µορφή του ν. 1876/1990) τα αποτελέσµατά της.
Ο χαρακτήρας αυτός της µονοµερούς προσφυγής εναρµονίζεται και µε την κεντρική
θέση της µεσολάβησης στο σύστηµα συλλογικής διαπραγµάτευσης. Μια από τις
βασικές επιλογές του ν. 1876/90 ήταν η διαµόρφωση της µεσολάβησης σε κύρια
επιλογή, ενώ η διαιτησία έχει, πλέον, επικουρικό ρόλο.
Και στο στάδιο της διαιτησίας κυρίαρχη είναι η αυτονοµία των µερών. Τα
µέρη µπορούν οποιαδήποτε στιγµή, πριν ή µετά την έκδοση της διαιτητικής
απόφασης, να µαταιώσουν τη διαιτητική διαδικασία ή να καταργήσουν τη διαιτητική
απόφαση µε τη σύναψη σσε. Ακόµη, ο διαιτητής είναι υποχρεωµένος να
ενσωµατώσει στην απόφασή του όλα τα σηµεία επί των οποίων έχουν συµφωνήσει
τα µέρη. Επιπλέον, ο διαιτητής υποκαθιστά την ελλείπουσα κοινή βούληση των
µερών µετά από στάθµιση των συµφερόντων των µερών µε βάση τις προτάσεις και
τη σχετική τεκµηρίωσή τους κατά τις διαπραγµατεύσεις και στο στάδιο της
µεσολάβησης – διαιτησίας. Η τελική απόφασή του, λοιπόν, είναι το αποτέλεσµα
σταθµίσεων και αξιολογήσεων, που στηρίζονται στις παραστάσεις και προτάσεις
των µερών. Στο Προοίµιο του Καταστατικού της ∆.Ο.Ε., µάλιστα, αναφέρεται µεταξύ
των σκοπών της ∆.Ο.Ε. και η διασφάλιση για τους εργαζοµένους ενός µισθού που θα
τους επιτρέπει να καλύπτουν τις βασικές βιοτικές ανάγκες. Η ανάγκη αυτή εξακολουθεί
να είναι και σήµερα επίκαιρη και το σύστηµα διαιτησίας του ν. 1876/90
(υπό την αρχική του µορφή) την υπηρέτησε µε συνέπεια.
Ο δραστικός (αντισυνταγµατικός) περιορισµός – συρρίκνωση του
αντικειµένου και περιεχοµένου της διαιτητικής απόφασης στη ρύθµιση του βασικού
µισθού και ηµεροµισθίου, που έγινε µε το ν. 3899/2010, ολοκληρώνεται µε την
επικείµενη τροποποίηση του νοµοθετικού πλαισίου και την καθιέρωση της
προσφυγής στη διαιτησία κατόπιν συµφωνίας των µερών. Πρόκειται για ρύθµιση
που θα µαταιώσει κάθε δυνατότητα συλλογικής ρύθµισης, αφού καµιά
ελευθερία και αυτονοµία, ούτε η συλλογική αυτονοµία, θα µπορέσει να
λειτουργήσει µε δεδοµένα τα ελλείµµατα διαπραγµατευτικής ισότητας των
µερών των συλλογικών διαφορών στη χώρα µας. Με δεδοµένη µάλιστα την
εγγενή ανισότητα των µερών θα οδηγηθούµε , αναπόφευκτα, στην ατοµική
διαπραγµάτευση, όπου ο εργοδότης, ως ισχυρότερο µέρος, θα υπαγορεύει τη
βούλησή του στο ασθενέστερο, που είναι ο εργαζόµενος.
Με βάση τις αξιολογήσεις αυτές, η επικείµενη ρύθµιση δεν είναι απλώς
αντίθετη, αλλά καταλύει πλήρως τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 Σ, το οποίο
ορίζει ότι σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγµατεύσεων η ρύθµιση των όρων
εργασίας γίνεται µε κανόνες που θέτει η διαιτησία. Το προαπαιτούµενο της
συµφωνίας των µερών, είναι ευνόητο ότι θα εξοβελίσει κάθε δυνατότητα έκδοσης
διαιτητικής απόφασης και γενικά επίτευξης συλλογικής ρύθµισης των όρων αµοιβής
και εργασίας, οι οποίοι θα οδηγηθούν µοιραία στην ατοµική διαπραγµάτευση.
1.γ) . Εξίσου αντίθετη στο σύνταγµα είναι και η επικείµενη ρύθµιση σε σχέση
µε την ισχύ όρων των ΣΣΕ. Το άρθρο 9 του ν. 1876/1990 προβλέπει παράταση
ισχύος της συλλογικής σύµβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε και ορίζει ότι οι
κανονιστικοί όροι της εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάµηνο και να
εφαρµόζονται και στους εργαζόµενους που προσλαµβάνονται στο διάστηµα αυτό.
Μετά την πάροδο του εξαµήνου της παράτασης οι υφιστάµενοι όροι εργασίας
εξακολουθούν να ισχύουν, µέχρις ότου λυθεί η τροποποιηθεί η ατοµική σχέση
εργασίας. Με την επικείµενη ρύθµιση το διάστηµα της παράτασης περιορίζεται από
έξι σε τρεις µήνες. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί νέα συµφωνία µετά το
διάστηµα αυτό η αµοιβή θα επανέλθει στο βασικό µισθό και τα επιδόµατα
ωρίµανσης, τέκνων, εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελµάτων, τα οποία θα
συνεχίσουν να ισχύουν µέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνα της νέας
συλλογικής σύµβασης ή των νέων τροποποιηµένων ατοµικών συµβάσεων.
Η επικείµενη τροποποίηση των ρυθµίσεων σχετικά µε την ισχύ όρων σσε θα
σηµατοδοτήσει νέα ριζική ανατροπή και συρρίκνωση του µισθού των εργαζοµένων,
ο οποίος συνήθως συντίθεται από περισσότερα – σε σχέση µε τα διατηρούµενα-
επιδόµατα και µισθολογικές παροχές.
Στο σύστηµα του ν. 1876/90 οι ρυθµίσεις για την παράταση ισχύος των
κανονιστικών όρων ΣΣΕ, µετά τη λήξη ή την καταγγελία τους καθώς και οι σχετικές
µε τη µετενέργεια , δεν είναι το µέσο για την απαλλαγή από τις συµβατικές
υποχρεώσεις του εργοδότη ή γενικά των µερών, αλλά το µέσο για τη διαδοχή
αυτόνοµων συλλογικών ρυθµίσεων, µε σκοπό την, σύµφυτη µε τη συλλογική
αυτονοµία (άρθρο 22 παρ. 2 Σ), περιοδική αναπροσαρµογή των όρων εργασίας.
Αυτό είναι το λειτουργικό και τελολογικό πλαίσιο της παράτασης ισχύος και της
µετενέργειας των όρων των ΣΣΕ στο ν. 1876/90. Το πλαίσιο αυτό ανατρέπεται
πλήρως µε την αυτόµατη κατάργηση, κατά τα προαναφερόµενα, σειράς
µισθολογικών και µη µισθολογικών όρων ΣΣΕ, µέσω των υιοθετηθέντων µέτρων.
1.δ). Τα παραπάνω ισχύουν και για την επικείµενη κατάργηση της ρήτρας
µονιµότητας (σύµφωνα µε την οποία η ατοµική σύµβαση λήγει µε τη συµπλήρωση
ενός ορίου, συνήθως του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης) που περιέχεται σε
συλλογικές συµβάσεις εργασίας ή σε κανονισµούς που έχουν καταστιστεί µε
συλλογική σύµβαση εργασίας .
Το µέτρο αυτό, εκτός από το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγµατος,
παραβιάζει και το άρθρο 22 παρ. 1 Σ, που προστατεύει το δικαίωµα στην
εργασία. Όπως είναι γνωστό, οι ρήτρες µονιµότητας (κυρίως σε Τράπεζες και
οργανισµούς κοινής ωφέλειας) παρέχουν αυξηµένη προστασία στο µισθωτό σε
σχέση µε την απόλυση, αφού οι συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, στην
περίπτωση αυτή, µπορούν να λυθούν πρόωρα µόνο µε τη συνδροµή σπουδαίου
λόγου καταγγελίας. Η προστασία αυτή είναι εναρµονισµένη πλήρως µε το άρθρο 22
παρ. 1 του Συντάγµατος που προστατεύει το δικαίωµα στη θέση εργασίας, το οποίο12
διασφαλίζεται αποτελεσµατικότερα όταν η καταγγελία της σύµβασης εργασίας
απαιτείται να είναι δικαιολογηµένη. Συναφώς, η κατάλυση και ανατροπή της
προστασίας αυτής, αυτονόητα, προσκρούει, εκτός των άλλων, και στη συνταγµατική
αυτή διάταξη.
2. Παραβίαση της συνδικαλιστικής ελευθερίας (23 παρ. 1 Σ)
Επιπρόσθετα, µε την κατάλυση της συλλογικής αυτονοµίας πλήττεται και η
συνδικαλιστική ελευθερία, που κατοχυρώνει το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγµατος.
Το δικαίωµα των ελεύθερων διαπραγµατεύσεων µε σκοπό την σύναψη συλλογικών
συµβάσεων εργασίας ή την έκδοση διαιτητικών αποφάσεων, αποτελεί κύρια
εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
Η κατάλυση της συλλογικής αυτονοµίας, όπως είναι φυσικό, πλήττει καίρια
και το συνταγµατικό δικαίωµα της άσκησης της συνδικαλιστικής ελευθερίας εκ
µέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.